Ο ιατρός είναι πιστοποιημένος από τον ΕΟΠΥΥ τόσο για συνταγογράφηση όσο και για παραγγελία εργαστηριακών εξετάσεων (μικροβιολογικών, απεικονιστικών, κ.α.).
Η συνταγογράφηση γίνεται για έναν, δύο, ή τρεις μήνες την φορά. Συνταγογράφηση για μεγαλύτερη διάρκεια δεν επιτρέπεται από τον ΕΟΠΥΥ ως ασφαλιστικό φορέα προς το παρόν, αν και υπάρχουν σκέψεις για επέκταση του χρονικού διαστήματος μέχρι και έξι μήνες υπό συνθήκες (αν και δεν είναι δημοσίως γνωστές αυτές οι πιθανές συνθήκες, υποθέτω, με βάση την κοινή λογική, ότι αυτές θα περιλαμβάνουν χρόνιες σταθερές παθήσεις σε συνεργάσιμους και καλά εκπαιδευμένους ασθενείς).
Πάντα επιλέγεται η μεγαλύτερη διάρκεια για την οποία δεν έχουμε ενδοιασμούς σχετικούς με την ασφάλεια της αγωγής. Τα κριτήρια επιλογής της διάρκειας συνταγογράφησης εξατομικεύονται κατά περίπτωση και σχετίζονται τόσο με κλινικά χαρακτηριστικά (π.χ. σταθερότητα ή όχι της νόσου, πρόσφατη ή όχι έναρξη αγωγής ή αλλαγή δοσολογίας, συμπτώματα για τα οποία υπάρχει ανησυχία να οφείλονται σε παρενέργεια φαρμάκων κ.ά.) όσο και με τις επιθυμίες και ιδιαίτερότητες του ασθενούς (π.χ. δυσκολία μετάβασης στο ιατρείο ή/και το φαρμακείο ειδικά σε ηλικιωμένους, μετάβαση εκτός Αθηνών για καλοκαιρινές διακοπές κ.λπ.).
Όσον αφορά στα σκευάσματα per se καλό είναι να αναφέρουμε κάποια σύντομα σχόλια. Η συνταγογράφηση γίνεται με βάση την δραστική ουσία. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα επιλογής στο φαρμακείο του φθηνότερου φαρμάκου πληρώνοντας μόνο την συμμετοχή του ως ποσοστό επί της τιμής αποζημίωσης (συνήθως 25%) ή μπορεί να επιλέξει κάποιο άλλο ακριβότερο όπου εκεί πλέον πληρώνει επιπλέον της συμμετοχής του και την διαφορά μεταξύ του επιλεγόμενου φαρμάκου και της τιμής αναφοράς. Ως ιατρός, εγώ ενδιαφέρομαι να λαμβάνει ο ασθενής την ουσία που συνταγογραφώ, ασχέτως αν είναι από πρωτότυπο ή γενόσημο φάρμακο. Με βάση αυτό και δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας, στους ασθενείς που με συμβουλεύονται προτείνω να παίρνουν την φθηνότερη επιλογή για τους παρακάτω λόγους:
- Πρώτον και κυριότερον η δραστικότητα/ασφάλεια του γενοσήμου και του πρωτοτύπου είναι η ίδια (στον βαθμό που μπορούμε να έχουμε άποψη).
- Δεύτερον, είναι φθηνότερα, άρα κοστίζει λιγότερο η θεραπεία κάτι που, εκτός του ότι μειώνει τα έξοδα του νοικοκυριού αλλά και του κράτους σε μία πολύ δύσκολη περίοδο στην χώρα μας, παράλληλα αυξάνει την πιθανότητα συμμόρφωσης του ασθενούς με την αγωγή (patient adherence). Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι κανένα φάρμακο, ακόμη και τα πρωτότυπα, δεν μπορεί να μας βοηθήσει αν λόγω της υψηλής του τιμής σταματήσουμε να το παίρνουμε!
- Τρίτον, και εξίσου σημαντικό, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις που έχουμε επιλογή από φθηνά γενόσημα, μέσα στις επιλογές μας περιλαμβάνονται και “ελληνικά” σκευάσματα δηλ. κατασκευασμένα από ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, ενώ ως γνωστόν δεν έχουμε (ακόμη) την τεχνογνωσία για παραγωγή πρωτοτύπων φαρμάκων καθώς αυτό είναι μια πολύ πιο σύνθετη/ακριβή διαδικασία. Συνεπώς με επιλογή ελληνικών φθηνών γενοσήμων κάποιο μεγάλο κομμάτι από τα χρήματά μας μένει στην Ελλάδα και έτσι ανακυκλώνεται εγχωρίως ενώ με επιλογή ακριβών πρωτοτύπων το μεγαλύτερο μερίδιο των χρημάτων μας πάει εκτός συνόρων για αύξηση του γερμανικού/ελβετικού/αγγλικού/αμερικάνικού ΑΕΠ. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με αυτόν τον τρόπο ίσως κάποτε και οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες μπορέσουν σταδιακά να επενδύσουν σε έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων ώστε να μπορέσουν να παράξουν και πρωτότυπα σκευάσματα.
Τέλος, για τους ακόμη πιο δύσπιστους προτείνω το εξής: σε καταστάσεις όπου το αποτέλεσμα του φαρμάκου είναι εύκολα μετρήσιμο, όπως στην αρτηριακή υπέρταση και την υπερχοληστερολαιμία/δυσλιπιδαιμία μπορεί κανείς να ξεκινήσει μία δοκιμή του γενοσήμου και να παρακολουθήσει για λίγο καιρό τόσο για πιθανή εμφάνιση παρενεργειών (ασφάλεια φαρμάκου) όσο και για την πιθανώς μειωμένη δραστικότητα (αποτελεσματικότητα φαρμάκου) είτε κλινικά (π.χ. με απλή μέτρηση της πιέσεως) είτε εργαστηριακά (π.χ. με μέτρηση των λιπιδίων). Αν αυτά μείνουν σταθερά σε σχέση με την λήψη του πρωτοτύπου τότε γιατί να μην συνεχίσει κανείς με το φθηνότερο γενόσημο; Τόσο απλά…