1η δημοσίευση στην σελίδα του Ιατρείου στο Facebook, 7 Μαρτίου 2020
Είναι κατανοητή η προσπάθεια επιστημόνων να μιλήσουν με μία εκλαϊκευμένη και πολιτικά ορθή γλώσσα όταν απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Αναφέρομαι φυσικά στο θέμα του κορονοϊού και την θεία κοινωνία. Γλώσσα ξύλινη, που θέτει σε αμφισβήτηση θρησκευτικές απόψεις που αποτελούν στάση ζωής για πάρα πολύ κόσμο, δεν βοηθά στην περίοδο που διανύουμε, περίοδο μίας εξελισσόμενης επιδημίας. Κι αυτό γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να πάψει ο επιστήμονας να έχει την προσοχή του κοινού και στην πορεία να μειωθεί η διάθεση συμμόρφωσης του κοινού με τα όποια προληπτικά μέτρα προτείνει κανείς. Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για κανέναν επιστήμονα προκειμένου να κρατήσει μία στάση ξεκάθαρα αντιεπιστημονική και εν τέλει επιβλαβή για την δημόσια υγεία. Η πολιτικά ορθή γλώσσα δεν είναι συνώνυμο της αντιεπιστημονικής γλώσσας. Ακούσαμε όλοι για παράδειγμα δύο επιφανείς κατά τεκμήριο επιστήμονες, τον κ. Μόσιαλο και την κ. Γιαμαρέλου να μιλούν με καθησυχαστικό (η τελευταία μάλιστα με προτρεπτικό) λόγο για την θεία λειτουργία και τον κίνδυνο που αυτή μπορεί να ενέχει στην μετάδοση του κορονοϊού.
Ο κ. Μόσιαλος είπε: “Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής σαφής επιστημονική άποψη ότι μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος [μετάδοσης μέσω της θείας κοινωνίας].” Μίλησε δηλαδή για absence of evidence (of transmission), “ξεχνώντας” προκλητικά ότι absence of evidence is not evidence of absence. Αμέσως μετά βέβαια ανέφερε ότι το να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης είναι μία “καλή υπόθεση εργασίας”, όμως αυτός μας μεταφέρει “τα επιστημονικά δεδομένα.” Παιχνίδια λέξεων με επιστημονικοφανή τρόπο για να χαϊδεψει αυτιά. Και αργότερα δικαιολογήθηκε με το σκεπτικό ότι απευθυνόταν σε ειδικό κοινό που δεν ήθελε να αποξενώσει ή απομακρύνει. Λες και δεν είχε άλλες επιλογές. Τι πιο προσβλητικό για τον κόσμο στον οποίον υποτίθεται ότι απευθύνεται.
Η στάση του μου θύμισε αμέσως το εμβληματικό άρθρο για τα αλεξίπτωτα που είχε δημοσιεύσει το BMJ για το Christmas Special edition του 2003 (συμπτωματικά με πρώτο συγγραφέα έναν εκ των καθηγητών μου στο Cambridge – βλ. link στο τέλος). Σε αυτό μελετάται το όφελος των αλεξίπτωτων και καταλήγουν ότι δεν υπάρχουν σημαντικά επιστημονικά δεδομένα (με randomised controlled trials) ότι τα αλεξίπτωτα σώζουν ζωές όταν κανείς πέφτει από αεροπλάνο. Και καταλήγει χιουμοριστικά ότι οι θιασώτες του rigorous evidence based medicine, που δεν δέχονται το biological plausibility αλλά μόνο τις randomised controlled clinical trials (στους οποίους φαντάζομαι ότι ο κ. Μόσιαλος συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του) μπορούν να βοηθήσουν πολλαπλώς με το να συμμετέχουν προσωπικά οι ίδιοι σε μία διπλή τυφλή μελέτη για το όφελος του αλεξίπτωτου. Αν κάποιος ήθελε να αστειευτεί θα μπορούσε να πει το ίδιο και για τον κ. Μόσιαλο σε σχέση με την θεία κοινωνία και τον κορονοϊό. Ας πάει να κάνει την μελέτη ο ίδιος, κι αν τα καταφέρει ας πείσει και τους φοιτητές του να τον ακολουθήσουν.
Η κ. Γιαμαρέλου από την άλλη πήγε ένα βήμα παραπέρα και δήλωσε κάτι ακόμη πιο παράξενο (για να το πω διακριτικά). Ανέφερε επί λέξει: “ή το πιστεύεις [το μυστήριο] και κοινωνάς κανονικά, ή δεν το πιστεύεις και δεν κοινωνάς.” Στην ουσία έφτασε στο σημείο να ενθαρρύνει στην πράξη την θεία κοινωνία αυτήν την εποχή, μετατρέποντάς την σε μία δοκιμασία πίστης, καθώς ξεκάθαρα υπενόησε ότι σε περίπτωση που δεν μεταλάβεις θα είναι ένδειξη ότι δεν πιστεύεις πραγματικά! Σαν το truth or dare που παίζουν τα μικρά παιδιά… Κι αυτά, υπενθυμίζω, από καθηγήτρια λοιμωξιολόγο που βγήκε να ενημερώσει το κοινό για τον ιό. Πραγματικά θα ήταν απίστευτο αν δεν υπήρχε το ηχητικό.
Ο μόνος λόγος που γράφω ονομαστικά γι’ αυτούς τους δύο, αν και δεν το χαίρομαι, είναι γιατί είναι δημόσια πρόσωπα, επιστήμονες με πλούσιο βιογραφικό που επηρεάζουν πολύ κόσμο, για να μην πω ότι άμεσα ή έμμεσα επηρεάζουν ακόμη και αποφάσεις πολιτικής δημόσιας υγείας. Και οι δύο τους θα έπρεπε με την εμπειρία τους να καταλάβουν ότι αν δεν έχουν τίποτα χρήσιμο να πουν καλύτερα να σιωπήσουν. Γιατί ο κ. Μόσιαλος και η κ. Γιαμαρέλου δεν αγνοούν βασικές αρχές της ιατρικής όπως το primum non nocere, το absence of evidence is not evidence of absence, και το precautionary principle για σοβαρά θέματα δημόσιας υγείας. Έχοντας έρθει σε αντίθεση και με τα τρία παραπάνω δείχνουν αδυναμία να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και εν τέλει θέτουν σε κίνδυνο εκείνους ακριβώς τους οποίους για απροσδιόριστους λόγους προσπάθησαν να ευχαριστήσουν με τα λεγόμενά τους αλλά και (κυρίως) τους οποίους έχουν ευθύνη να προστατεύσουν με τις επιστημονικές τους γνώσεις. Πόσο δύσκολο θα ήταν να αναφέρουν, για παράδειγμα, το γεγονός ότι αν βρεθείς στην θεία λειτουργία σημαίνει ότι εξ ορισμού θα είσαι με πολύ κόσμο δίπλα σου σε μία περίοδο που πρέπει όλοι να ακολουθήσουμε τα λεγόμενα social distancing μέτρα. Πριν καν ακόμη αποφασίσεις αν θα μεταλάβεις ή όχι. Και μόνο η παρουσία σου εκεί δηλαδή θέτει σε κίνδυνο εσένα τον ίδιο και το ευρύ κοινό γενικότερα. Μια χαρά πολιτικά ορθό θα ήταν αυτό, χωρίς καν να πρέπει να λες αντιεπιστημονικά πράγματα ή να πρέπει να προσβάλεις την πίστη κανενός.
Δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί τόση δυσκολία. Μπορώ όμως να πω ότι και οι δυο τους τον μόνον που εκπροσωπούν με τα λεγόμενά τους είναι τον ίδιο τους τον εαυτό. Ούτε την επιστημονική κοινότητα εκπροσωπούν, ούτε τον ορθό λόγο.
Κωστής Τσαρπαλής
1η δημοσίευση στην σελίδα του Ιατρείου στο Facebook, 7 Μαρτίου 2020
© Kostis Tsarpalis, 2020
- Εδώ το αρχικό άρθρο του 2003 για τα αλεξίπτωτα.
- Κι εδώ το follow up του αρχικού parachute article, 15 χρόνια αργότερα, πάλι από το BMJ Christmas special edition!