1η δημοσίευση, 4 Απριλίου 2020, στην σελίδα του ιατρείου στο Facebook
Το παρακάτω είναι το πρώτο από δύο κείμενα με σκέψεις μου που έβαλα σε “χαρτί” σε σχέση με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ για την αντιμετώπιση περιστατικού στο σπίτι. Τα δύο κείμενα είναι αλληλοσυμπληρούμενα. Παρά την άψογη συνολική διαχείριση από τον ΕΟΔΥ έως τώρα, εδώ έχω προβληματιστεί και είπα να το μοιραστώ. Παρά το ότι φαίνεται ότι το κείμενο απευθύνεται κυρίως σε επαγγελματίες υγείας (και κατά βάση αυτό ισχύει) νομίζω ότι υπάρχουν μη ειδικοί και σίγουρα αρκετοί ασθενείς που μπορούν να κατανοήσουν αλλά και ενδιαφέρονται για θέματα σαν αυτό. Κι αυτό είναι δικαίωμά τους φυσικά. Θα χαρώ να δω εναλλακτικές αναλύσεις που να βγάζουν την δική μου λανθασμένη.
Στο τέλος του κειμένου ακολουθεί ανάλυση με απλούς και ενδεικτικούς υπολογισμούς που κάνουν την εικόνα πιο εύληπτη.
————————–
Κάποιες σκέψεις σχετικά με το πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ για αγωγή στο σπίτι ασθενών με COVID-19
Πρωτόκολλο ΕΟΔΥ
Ο ΕΟΔΥ εξέδωσε αυτήν την εβδομάδα έναν αλγόριθμο για την αντιμετώπιση κρούσματος COVID-19 στο σπίτι. Αυτός φαίνεται να αντικαθιστά (για ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση στο σπίτι) τις αρχικές οδηγίες που είχαν εκδοθεί στις 14/3 και ήταν βασισμένες στις οδηγίες του WHO της 13/3. Στον νέο αλγόριθμο η κύρια αλλαγή είναι ότι συστήνεται η φαρμακευτική αγωγή για τους ασθενείς ενδιάμεσου κινδύνου με Αζιθρομυκίνη + Φωσφορική χλωροκίνη ή υδροξυχλωροκίνη ± αντιμικροβιακή αγωγή πνευμονίας από την κοινότητα. Οι χαμηλού κινδύνου ασθενείς συνεχίζουν να παρακολουθούνται συμπτωματικά και υποστηρικτικά, ενώ οι υψηλού κινδύνου ασθενείς (προφανώς) παραπέμπονται στο νοσοκομείο.
Στο ίδιο έγγραφο, ο ΕΟΔΥ εκτός από την αγωγή, προτείνει και τακτικό κλινικό και εργαστηριακό (και ίσως απεικονιστικό) έλεγχο των ασθενών ενδιάμεσου κινδύνου. Επιπλέον, στον αλγόριθμο, αναγνωρίζεται ο κίνδυνος παρενεργειών της αγωγής και αναφέρεται η ανάγκη για στενή παρακολούθηση από τους ειδικούς, κατά περίπτωση, ιατρούς (περισσότερα παρακάτω).
Αποτελεσματικότητα
Τα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα της hydroxychloroquine στον COVID-19 είναι περιορισμένα/ανύπαρκτα. Εκτός από την μηχανιστική υπόθεση (αντι-ιική δράση, in vitro κυρίως, σε άλλες – πλην COVID-19 – περιπτώσεις) και την εμπειρική υπόθεση (κάποιοι, κάπου λένε ότι είδαν ότι δουλεύει…) δεν έχουμε τίποτα χειροπιαστό. Και λέω τίποτα συμπεριλαμβάνοντας τις μελέτες που έχουν ήδη τρέξει στον COVID-19. Σε αυτές έχουμε (από όσο ξέρω μέχρι τώρα) μία μικρή μελέτη από την Κίνα και τις δύο μελέτες του περίφημου πλέον Raoult. Η μελέτη από την Κίνα ήταν αρνητική. Οι μελέτες του Raoult έχουν τόσα μεθοδολογικά προβλήματα (ενδεικτικά και μόνο η 1η απέκλεισε όσους πέθαναν ή μεταφέρθηκαν σε ΜΕΘ από την ομάδα που πήρε την θεραπεία, η 2η δεν είχε ομάδα ελέγχου, ενώ και οι 2 δεν είχαν κλινικά τελικά σημεία αλλά εργαστηριακά – μείωση του ιικού φορτίου συγκεκριμένα) που ενώ μας λένε πολλά για τον τρόπο που το εργαστήριο του Raoult διεξάγει έρευνα εντός της πανδημίας (τουλάχιστον) δεν μας λένε τίποτα για την αποτελεσματικότητα της αγωγής.
Ασφάλεια
Σε αντίθεση με την αποτελεσματικότητα της αγωγής, η ασφάλεια της αγωγής είναι πιο γνωστή καθώς τα φάρμακα αυτά δεν είναι καινούρια. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση τους συσχετίζεται με μία μικρή πιθανότητα επιμήκυνσης του διαστήματος QT στο ΗΚΓ, κάτι που προδιαθέτει σε εμφάνιση torsades de pointes (πιθανότητα που αυξάνεται περαιτέρω κατά την συγχορήγηση με azithromycin, όπως και προβλέπεται στον αλγόριθμο). Αυτή είναι μία σοβαρή παρενέργεια και αφορά σε έναν τύπο κοιλιακής ταχυκαρδίας που πολύ συχνά μπορεί να είναι κακοήθης/θανατηφόρος. Ευτυχώς η πιθανότητα εμφάνισης της παρενέργειας είναι μικρότερη όσο μικρότερη η διάρκεια αγωγής (δηλ. χρόνια χρήση ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο). Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και έχει μάλιστα δημοσιευτεί από το 2013 (Tisdale et al.) ένα risk score που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να κάνει μία διαστρωμάτωση κινδύνου του κάθε ασθενούς για την εμφάνιση torsades de pointes. Και δυστυχώς, όπως συμβαίνει συχνά στην κλινική ιατρική, τα άτομα που συνήθως θεωρούνται αρκετά υψηλού κινδύνου (καρδιοπάθεια, μεγάλη ηλικία, κ.ά.) για επιπλοκές από τον COVID-19 και άρα θεωρητικά θα έχουν το μεγαλύτερο όφελος από την αγωγή (αν υποθέσουμε ότι η αγωγή αυτή έχει κάποια κλινικά σημαντική αποτελεσματικότητα) είναι και αυτά που έχουν την μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης της σοβαρής αυτής παρενέργειας. Και αυτό ισχύει και για τους ασθενείς ενδιάμεσου κινδύνου του αλγορίθμου για τους οποίους προτείνεται η κατ’ οίκον αγωγή και παρακολούθηση. Αυτό σημαίνει ότι χρήζουν στενής παρακολούθησης, και σίγουρα με παρακολούθηση του ΗΚΓ, όπως άλλωστε αναφέρεται και στο σχετικό έγγραφο (πριν, και κατά την διάρκεια της αγωγής, μέχρι και με καθημερινό ΗΚΓ αν παρατηρηθεί σχετικά παρατεταμένο αρχικό διάστημα QTc). Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι ο αλγόριθμος συστήνει και τον κατάλληλο κλινικό, εργαστηριακό, και αν χρειαστεί απεικονιστικό έλεγχο.
Πρακτικές δυσκολίες
Τα παραπάνω προϋποθέτουν ένα εξωνοσοκομειακό σύστημα υγείας που είναι διασυνδεδεμένο (συνεργασία παθολόγου, καρδιολόγου, μικροβιολογικού, και απεικονιστικού εργαστηρίου, ιδανικά με κάποιον από πάνω που το τρέχει και το επιτηρεί όλο αυτό) και που μπορεί να προσφέρει αυτές τις υπηρεσίες χωρίς σημαντική αύξηση της διασποράς του ιού. Και φυσικά που να είναι δωρεάν καθώς αλλιώτικα δεν μπορεί να προτείνεται από τον ΕΟΔΥ ως γενικό πρωτόκολλο (δηλ. γενική σύσταση) αν τυχόν αφορά μόνο σε όσους μπορούν να επωμιστούν το κόστος τόσο συχνής και στενής (σχεδόν καθημερινής) ιατρικής παρακολούθησης/εξέτασης στο σπίτι. Όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει στην περίπτωση της χώρας μας, αλλά και για τις περισσότερες χώρες που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Είναι δηλαδή πρακτικά ανεφάρμοστο (ελπίζω ότι είναι προφανές το γιατί).
Κίνδυνος αύξησης διασποράς της επιδημίας
Μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι ακόμη κι αν υπήρχε τέτοιο σύστημα, ο αριθμός, η συχνότητα, και η εγγύτητα των επαφών που απαιτούνται από το σύστημα υγείας με τον ασθενή και το περιβάλλον του είναι τέτοιες που η πιθανότητα μετάδοσης και διασποράς του ιού σε άλλους, και κυρίως στους επαγγελματίες υγείας, θα είναι σημαντικά αυξημένη. Κι αυτό ενώ οι εξωνοσοκομειακοί επαγγελματίες υγείας είναι χαμηλά (και σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι λογικό) στην προτεραιότητα του Υπουργείου για τροφοδότηση με προσωπικό προστατευτικό υλικό (μάσκες, γάντια). Μία τέτοια πιθανή διασπορά φυσικά δεν εκθέτει σε κίνδυνο μόνο τους ιατρούς και την οικογένειά τους, αλλά και όλους τους άλλους ασθενείς που μπορεί να εξετάσουν οι ιατροί από κοντά (στο ιατρείο ή το σπίτι) την ίδια περίοδο. Και φυσικά οδηγεί στον κίνδυνο παροπλισμού των ιατρών αυτών που θα αναπτύξουν συμπτώματα καθώς θα πρέπει να παραμείνουν σε 14ήμερη απομόνωση, κάτι που θα δημιουργήσει μεγάλα κενά στο πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας. Και αυτό την στιγμή που το πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας πρέπει να βάλει πλάτες για να προστατεύσει τα νοσοκομεία μας, και πολύ σωστά μάλιστα.
Επιστημονικοί και δεοντολογικοί λόγοι ανησυχίας
Πέραν όμως από τα πρακτικά θέματα, υπάρχει κι ένα θέμα ουσίας. Ο κ. Τσιόδρας έχει επανειλλημένως, και σωστά, μιλήσει για την ανάγκη να δράσουμε με επιστημονικό τρόπο και να μην βιαστούμε να χρησιμοποιήσουμε θεραπείες ή πρακτικές χωρίς να έχουμε έστω κάποια/λίγα βάσιμα στοιχεία για το πιθανό καθαρό όφελος (cost/benefit). Ο EMA (European Medicines Agency) ανακοίνωσε την 1η Απριλίου ότι η αγωγή με Hydroxychloroquine θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε κλινικές μελέτες ή σε περιβάλλον προγραμμάτων επείγουσας αντιμετώπισης. Εύλογα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν αυτό περιλαμβάνει και τους ασθενείς στο σπίτι (και άρα μπορεί να επεκταθεί σε κάθε κρούσμα θεωρητικά εντός της πανδημίας;). Πόσο εύκολα μπορεί κανείς να υποστηρίξει την χρήση στο σπίτι φαρμάκων με άγνωστη αποτελεσματικότητα αλλά με γνωστές και σοβαρές, έστω κι αν και σπάνιες (ως ποσοστό γιατί σε απόλυτο αριθμό η εμφάνισή τους θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των ατόμων που ο αλγόριθμος περιλαμβάνει, που δεν μοιάζει αμελητέος) παρενέργειες, ο έλεγχος των οποίων είναι τόσο δυσχερής αλλά και ενέχει τον κίνδυνο για μεγαλύτερη διασπορά του ιού στους ιατρούς αλλά και την κοινότητα;
Και βέβαια εδώ ανακύπτει και το θέμα της ιατρικής ευθύνης. Ενδεικτικά προκύπτουν ερωτήματα όπως τα εξής: Ποιος έχει την ευθύνη φροντίδας του ασθενούς, ποιος ξεκινά την αγωγή, πώς διασφαλίζει την ασφαλή (για όλους) παρακολούθηση και πώς την οργανώνει (βλ. ανάγκη για εργαστηριακό και ίσως απεικονιστικό έλεγχο καθώς και εξέταση ασθενούς από άλλες ειδικότητες όπως Καρδιολόγο); Και βεβαίως ανακύπτει και το θέμα της διασφάλισης μίας καλά ενημερωμένης συγκατάθεσης του ασθενούς στην προτεινόμενη αγωγή. Ενδεικτικά και πάλι, τι ενημέρωση θα λάβει ο ασθενής και οι δικοί του σε ερωτήματα όπως: πόσο αποτελεσματική είναι η θεραπεία; Έχει σοβαρές παρενέργειες; Σε τι συχνότητα; Γιατί αφού χρειάζομαι αγωγή με ανάγκη για τόσο στενή παρακολούθηση να μην πάω στο νοσοκομείο;
Τι μπορεί να γίνει; Ιατρική και αβεβαιότητα
Είναι προφανές ότι ο αλγόριθμος χρειάζεται αναθεώρηση. Η οδηγία μοιάζει πιο πολύ με ένα ευχολόγιο παρά προσφέρει έναν χρήσιμο οδηγό προς τους ιατρούς που είναι επιφορτισμένοι με την θεραπεία του ασθενούς. Και προφανώς ανοίγει την πόρτα σε ηθικές και ποινικές ευθύνες ιατρών που μπορεί να εμπλακούν σε μία εν τέλει αδύνατη προσπάθεια (impossible task), δηλ. την αντιμετώπιση του ασθενούς στο σπίτι τηρώντας το πρωτόκολλο. Αυτό μοιάζει απλά αδύνατο. Είναι σαφές ότι η εφαρμογή του πρωτοκόλλου ως έχει θα βρει πολλούς ιατρούς (και μάλλον ακόμη περισσότερους ασθενείς) διστακτικούς. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο πολλοί ασθενείς είτε να μείνουν χωρίς παρακολούθηση στην προσπάθειά τους να βρουν ιατρό που θα δεχτεί να αναλάβει της φροντίδα τους, ή να παρουσιαστούν από μόνοι τους στο νοσοκομείο ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποια ικανή ιατρική ένδειξη.
Ο αλγόριθμος μάλλον θα πρέπει να γίνει πιο ευέλικτος και γενικός. Θα πρέπει να βοηθάει τον θεράποντα ιατρό να προσφέρει το καλύτερο στον ασθενή και όχι, όπως τώρα, να τον περιορίζει ασφυκτικά σε μία ιατρική πρακτική αδύνατη αλλά και επιστημονικά αστήρικτη.
Ένα μικρό παράδειγμα ευελιξίας μας δίνει το ACC (American College of Cardiology), το οποίο αναφέρει ότι σε περίπτωση ασθενούς χαμηλού κινδύνου για παράταση του QT θα ήταν λογικό το ΗΚΓ να θεωρηθεί ως μη αναγκαίο για να διασφαλιστεί η μείωση των επικίνδυνων επαφών, ή η παρακολούθηση από μακριά (remotely) με την χρήση νέων τεχνολογιών, όπου αυτές είναι διαθέσιμες (όπως το applewatch). Χωρίς αναγκαστικά να συμμερίζομαι αυτές τις εναλλακτικές, και μόνο ότι αναφέρονται δείχνει ότι αναγνωρίζει το πρόβλημα και τους κινδύνους και προσφέρει στον θεράποντα ιατρό περισσοτέρους βαθμούς ελευθερίας. Κι αυτό είναι αναγκαίο όταν μιλάμε για ένα περιβάλλον παροχής ιατρικών υπηρεσιών τόσο διαφορετικό και μη τυποποιημένο όπως είναι το σπίτι κάθε διαφορετικού ασθενούς. Υπενθυμίζω ότι ο αρχικός αλγόριθμος της 13/3 του WHO (και του ΕΟΔΥ της 14/3) αναφερόταν γενικά σε «συμπτωματική αγωγή» και «συνεχή ιατρική παρακολούθηση», κάτι που μοιάζει πιο κατάλληλο για τις τρέχουσες συνθήκες.
Βασική αρχή της ιατρικής είναι το “first do no harm” (primum non nocere). Όμως αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, στην εποχή της ιατρικής με τις τόσες πολλές παρεμβάσεις (βλ. επεμβάσεις, φάρμακα, διαγνωστικές εξετάσεις και screening), ξέρουμε πολύ καλά ότι πλέον η αρχή αυτή μάλλον ισχύει τροποποιημένη ως “first do no net harm”, αναγνωρίζοντας ότι είναι αναμενόμενο να περιμένουμε κάποιες παρενέργειες και επιπλοκές στην προσπάθειά μας να βοηθήσουμε όσο περισσότερο κόσμο μπορούμε. Όμως πρέπει σαφώς το όφελος να είναι μεγαλύτερο από τους κινδύνους. Και να μπορούμε αδρά να το υπολογίσουμε. Εδώ ακόμη δεν γνωρίζουμε με αρκετή βεβαιότητα την θνητότητα της λοίμωξης (πάντως φαίνεται ότι είναι σαφώς <1% όσο περνά ο καιρός), ούτε και το όποιο όφελος της προτεινόμενης αγωγής, ενώ την ίδια στιγμή ξέρουμε τις παρενέργειες αυτής, και την δυσκολία αλλά και τους κινδύνους αυτή η αγωγή να ακολουθηθεί με κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση στο σπίτι. Υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, για όσο καιρό περιμένουμε νεότερα στοιχεία από αξιόπιστες κλινικές μελέτες (τα οποία ευτυχώς έρχονται με ιλιγγιώδη ρυθμό στην πανδημία) να μην δεχτούμε αυτήν την αβεβαιότητα της κατάστασης; Υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος άτομα που είναι σε σχετικά καλή/σταθερή κλινική κατάσταση στο σπίτι να πρέπει να αντιμετωπιστούν πιο επιθετικά και όχι με απλά συμπτωματικά και συντηρητικά μέσα;
Κατανοώ ότι αυτό μπορεί να δηλώνει την αμηχανία της σύγχρονης ιατρικής να δεχτεί ότι δεν έχει παντού και πάντα όλες τις λύσεις, την αμηχανία να δεχτεί την αβεβαιότητα. Όμως αυτή η αμηχανία δεν είναι αρκετός λόγος για να κάνει κανείς λάθος επιλογές. Γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος η αμηχανία να γίνει ύβρις.
———————-
Και για να βάλουμε κάποιους αριθμούς στα παραπάνω ας κάνουμε το παρακάτω mental exercise:
Έστω ότι η θνητότητα στους ενδιάμεσου κινδύνου ασθενείς είναι 4% (μάλλον θα είναι μικρότερη αφού μιλάμε για άτομα που είναι σε καλή κλινική κατάσταση).
Έστω ότι η αγωγή μειώνει την θνητότητα κατά 25% (αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό είναι λίγο, πρώτον δεν είναι, και δεύτερον εδώ δεν ξέρουμε καν αν δουλεύει).
Έστω ότι ο κίνδυνος αιφνιδίου θανάτου από torsades de pointes είναι 1/1,000 (εδώ νομίζω ότι πιο αισιόδοξος δύσκολα μπορεί να γίνει κανείς ).
Και έστω ότι ο ρυθμός αναπαραγωγής είναι 0,3 (δηλ. R=0,3). Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε ασθενής μεταδίδει σε 0,3 άλλα άτομα. Αυτό είναι πολύ χαμηλό και ίσως υποεκτιμημένο για άτομα με ενεργό λοίμωξη που λόγω του πρωτοκόλλου θα έρχονται σε συχνή, συστηματική, και πολύ στενή σωματική επαφή με επαγγελματίες υγείας προκειμένου να γίνεται η προβλεπόμενη από το πρωτόκολλο παρακολούθηση. Στην Κίνα για παράδειγμα με όλα τα μέτρα που είχαν όταν τιθάσευσαν την διασπορά το R είχε υπολογιστεί κάποια στιγμή σε 0,32.
Με βάση τα παραπάνω έχουμε την εξής κατάσταση:
Σε κάθε 1000 ασθενείς που θα πάρουν αγωγή,
θα αποτραπούν 10 θάνατοι από COVID-19 (25% μείωση της θνητότητα, δηλ. από 4% σε 3%).
Όμως θα έχουμε:
1 επιπλέον θάνατο από torsades de pointes (είπαμε 1/1,000)
Και 300 νέα κρούσματα σε επαγγελματίες υγείας (κυρίως) (λόγω του R=0,3) εκ των οποίων:
Αν υποθέσουμε θνητότητα 0,3% έναντι του 4% των ασθενών (πάλι πάω με αισιόδοξα σενάρια καθώς η θνητότητα στους ιατρούς έχει φανεί στην πανδημία να είναι μεγαλύτερη από τον γενικό πληθυσμό, σταθμίζοντας για την ηλικία, πιθανώς λόγω του αυξημένου ιικού φορτίου με το οποίο έρχονται σε επαφή), τότε θα έχουμε 1 επιπλέον θάνατο σε ιατρό (300*0,3%).
Αν υποθέσουμε ότι οι ιατροί έχουν μεγαλύτερο ρυθμό αναπαραγωγής, ας πούμε R=0,7, καθώς έρχονται σε επαφή με περισσότερους ασθενείς (και μάλιστα πιο ευάλωτους από τον γενικό πληθυσμό) αλλά και γιατί οι ιατροί ως νεότεροι θα έχουν μεγαλύτερο ποσοστό ασυμπτωματικών φορέων (δηλ. που θα μεταδίδουν εν ανγοία τους), τότε θα έχουμε άλλους 210 ασθενείς (στον πρώτο και μόνο κύκλο μετάδοσης από τους ιατρούς, καθώς και οι επόμενοι ασθενείς μετά θα μεταδώσουν σε άλλους, αλλά ας θεωρήσουμε την μετέπειτα μετάδοση αμελητέα –που δεν είναι απόλυτα σωστό, καθώς με R=0,3 θα έχουμε στον 2ο κύκλο περίπου 60 νέα κρούσματα σε επαγγελματίες υγείας – 210*0,3 – κ.ο.κ.) από ιατρογενή μετάδοση. Με την θνητότητα του 4% που υποθέσαμε αρχικά (καθώς είπαμε ότι οι ασθενείς που βλέπουν οι ιατροί αυτήν την περίοδο είναι εξ ορισμού τουλάχιστον μετρίου αν όχι υψηλού κινδύνου), θα έχουμε περίπου άλλους 8 επιπλέον θανάτους σε αυτήν την ομάδα (210*0,04 – εδώ υπολογίζω με την αρχική θνητότητα 4% κι όχι την μειωμένη 3% λόγω του ότι είπαμε αντίστοιχα να μην υπολογίσουμε την περαιτέρω διασπορά σε επόμενους κύκλους, άρα έστω ότι οι νέοι ασθενείς δεν θα μεταδώσουν σε κανέναν αλλά έστω και ότι δεν θα λάβουν αγωγή – όπως και να έχει οι επόμενοι κύκλοι προσφέρουν εκθετικά λιγότερα νούμερα, άρα η γενική ιδέα έρχεται και μόνο από τον 1ο κύκλο διασποράς, εννοώ δηλ. ασθενείς σε ιατρούς και ιατροί σε νέους ασθενείς).
Και βέβαια από τους 300 επαγγελματίες υγείας παραπάνω οι μισοί περίπου (τόσο έχει υπολογιστεί) θα εμφανίσουν συμπτώματα, άρα για κάθε 1000 ασθενείς που θα πρέπει να πάρουν θεραπεία στο σπίτι θα έχουμε περίπου 150 επαγγελματίες υγείας σε απομόνωση για 14 ημέρες. Τεράστιο κενό που θα πρέπει να καλυφθεί με κάποιον τρόπο από τους υπόλοιπους σε μία περίοδο που κανείς δεν περισσεύει.
Κάνοντας τον τελικό λογαριασμό βλέπουμε ότι για κάθε 1000 ασθενείς θα έχουμε:
10 θανάτους που θα αποτραπούν λόγω της αγωγής
10 επιπλέον θανάτους λόγω της αυξημένης μετάδοσης λόγω της ανάγκης για αγωγή και στενή παρακολούθηση
Δηλ. το καθαρό τελικό cost/benefit θα δείχνει
0 (μηδέν) καθαρό όφελος σε θανάτους, αλλά επιπλέον
150 ιατρούς σε απομόνωση για 14 ημέρες
Και όλο το πολύ μεγάλο κόστος σε χρήμα, χρόνο, και υποδομές που συνεπάγονται η στενή παρακολούθηση για να συμβούν όλα τα παραπάνω.
Κι όλα αυτά έναντι της απλής, φτηνής, πρακτικής, και ήπιας σε χρήση υποδομών αρχικής στρατηγικής για συμπτωματική και ιατρική παρακολούθηση (watchful waiting όπως συχνά λέγεται).
Πραγματικά πιστεύει κανείς ακόμη ότι αξίζει τον κόπο ή ότι ιατρικά και δεοντολογικά δικαιολογείται μία τέτοια παρεμβατική επιλογή έναντι της πιο συντηρητικής;
© Kostis Tsarpalis, 2020
1η δημοσίευση, 4 Απριλίου 2020, στην σελίδα του ιατρείου στο Facebook