Μεταβολικό σύνδρομο | Εισαγωγή
Το μεταβολικό σύνδρομο ως έννοια υπάρχει εδώ και 82 χρόνια. Η συνύπαρξη των μεταβολικών διαταραχών, που επίσης είναι όλες και παράγοντες κινδύνου (ΠΚ) για καρδιαγγειακές νόσους (ΚΑΝ), περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1920 από τον Σουηδό ιατρό Eskyl Kylin (1889–1975), ως η συνύπαρξη της αρτηριακής υπερτάσης, της υπεργλυκαιμίας, και της υπερουριχαιμίας. Αργότερα, το 1947, ο Γάλλος ιατρός Jean Vague παρατήρησε την παχυσαρκία ανδρικού τύπου ως τον φαινότυπο της παχυσαρκίας που συσχετίζεται συχνότερα με τις μεταβολικές ανωμαλίες του διαβήτη τύπου 2 και των ΚΑΝ.
Το μεταβολικό σύνδρομο έχει περιγραφεί και με άλλες ονομασίες όπως σύνδρομο Χ, σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη, θανατηφόρος τετράδα, και ‘δυσμεταβολικό σύνδρομο’ (ICD-9-CM κωδικός 277.7), πριν γίνει ευρύτερα γνωστό με την σημερινή του ονομασία, που έλαβε από τον WHO. Το μισό του ονόματός του εξηγείται από το γεγονός ότι οι διαταραχές που περιλαμβάνει το μεταβολικό σύνδρομο εμφανίζονται στον πληθυσμό σε συχνότητα μεγαλύτερη από την στατιστικώς αναμενόμενη, και συνεπώς αποτελεί εξ ορισμού σύνδρομο. Το άλλο μισό οφείλεται στην υπόθεση ότι η πρωταρχική ανωμαλία στην εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου είναι μία διαταραχή του μεταβολισμού – η αντίσταση στην δράση της ινσουλίνης (βλ. ενότητα περί παθογένεσης) – που σε συνδυασμό με άλλους εκλυτικούς παράγοντες – κυρίως την ανδρικού τύπου παχυσαρκία – οδηγεί στην εμφάνιση και εξέλιξη του κλινικού συνδρόμου. Πάντως, η υπόθεση αυτή, αν και υποστηρίζεται ευρέως, δεν αποτελεί ακόμη επιβεβαιωμένη γνώση.
Μεταβολικό σύνδρομο |Ορισμός
Ποιες, όμως, είναι εκείνες οι διαταραχές που συνυπάρχουν στο μεταβολικό σύνδρομο; Αυτό το ερώτημα μας φέρνει και στο θέμα του ορισμού του μεταβολικού συνδρόμου. Αν και οι κλινικές διαταραχές που συσχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο είναι πολλές (βλ. παρακάτω ενότητα περί παθογένεσης), όλοι οι οργανισμοί και οι επιστημονικές ομάδες στο χώρο έχουν ορίσει το μεταβολικό σύνδρομο περιλαμβάνοντας στα κριτήρια μόνο τέσσερεις εξ αυτών: την υπεργλυκαιμία, την παχυσαρκία, την υπέρταση, και την δυσλιπιδαιμία (βλ. Σχήμα 4). Ακόμη και έτσι, όμως, οι ορισμοί που έχουν δοθεί διαφέρουν τόσο στα όρια όσο και τους συνδυασμούς των κριτηρίων. Ειδικά αυτός του American College of Endocrinology, εξαιρεί την παχυσαρκία εντελώς από τα κριτήρια ορισμού, και την χαρακτηρίζει ως έναν από αρκετούς ΠΚ για την εμφάνιση του συνδρόμου. Η αιτιολόγηση που δίδεται είναι ότι, πέραν της παχυσαρκίας, όλες οι διαταραχές που εντάσονται στα κριτήρια ορισμού είναι αποτέλεσμα της αντίστασης των ιστών στην δράση της ινσουλίνης και όχι αιτία αυτής. Επίσης, ο ίδιος ορισμός διαφοροποιείται και στο ότι αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης του συνδρόμου σε άτομα με ΣΔ2 (τοποθετεί και ανώτατα όρια στο κριτήριο της υπεργλυκαιμίας).
Πάντως, συγκρίνοντας τους δύο πιο διαδεδομένους ορισμούς, αυτόν του WHO και του NCEP-ATPIII, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο πρώτος είναι καταλληλότερος ως ερευνητικό εργαλείο (περιλαμβάνει περισσότερα κριτήρια και πιο λεπτομερή ανάλυση αυτών, όπως π.χ. δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη), ενώ ο δεύτερος είναι καταλληλότερος ως εργαλείο στην κλινική πράξη καθώς είναι πιο απλός.
Οι δυσκολίες που προκύπτουν από την ύπαρξη και χρήση πολλών ορισμών του συνδρόμου, δεν διαφαίνεται να αντιμετωπιστούν σύντομα, παρ’ όλο που παρατηρείται ενδιαφέρον για μία προσπάθεια ενοποίησης των διαφορετικών ορισμών του ΜΣ. Πράγματι, η Διεθνής Ομοσπονδία για τον Διαβήτη (IDF – International Diabetes Federation) πρόσφατα κατέληξε σε έναν νέο, αναθεωρημένο, ορισμό με την ελπίδα να χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως και να είναι χρήσιμος τόσο ως ερευνητικό, όσο και ως κλινικό εργαλείο (βλ. Σχήμα 5).
Εντούτοις, ο ορισμός αυτός είναι μία παραλλαγή του ορισμού του ATPIII, με τα ίδια ακριβώς κριτήρια, αλλά διαφοροποιημένος όσον αφορά στα παθολογικά όρια των κριτηρίων αυτών και στον συνδυασμό αυτών που οδηγεί στην διάγνωση του ΜΣ. Η παχυσαρκία λαμβάνει κεντρικό ρόλο, αφού αποτελεί αναγκαίο κριτήριο, πλην όμως τα όριά της μεταβάλλονται ανάλογα με την εθνική προέλευση του ατόμου που μελετάται, δημιουργώντας στην πράξη τέσσερεις διαφορετικούς ορισμούς, και ίσως περισσότερους όταν υπάρξουν επιδημιολογικά στοιχεία για άλλους, λιγότερο καλά μελετημένους πληθυσμούς. Η υπεργλυκαιμία ορίζεται ως η συγκέντρωση γλυκόζης νηστείας ≥100mg/dl (από ≥110mg/dl στον ορισμό του ATPIII), σε μία προσπάθεια να γίνει πιο ευαίσθητος δείκτης της αντίστασης στην ινσουλίνη, ενώ τα άλλα όρια παραμένουν αμετάβλητα. Είναι προφανές ότι ο νέος αυτός ορισμός βασίζεται κυρίως σε αυτόν του ATPIII και δεν καταφέρνει να ενοποιήσει όλους τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς. Για παράδειγμα, δεν κρίνει αναγκαία την δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη, παρ’ όλο που η συγκεκριμένη δοκιμασία είναι πιο ευαίσθητη από την απλή εξέταση γλυκόζης νηστείας στο να αναγνωρίζει άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη. Επίσης, δεν αιτιολογείται η επιλογή να μην τοποθετούν ανώτατα όρια για το κριτήριο της υπεργλυκαιμίας, όπως έχει προταθεί από το American College of Endocrinology. Τέλος, προκαλεί έκπληξη η υποχρεωτική ύπαρξη της παχυσαρκίας προκειμένου να γίνει η διάγνωση του ΜΣ, αφού είναι κοινά αποδεκτό ότι το ΜΣ υπάρχει και σε άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος. Σε μία πρόσφατη μελέτη 7962 ατόμων στην Κορέα, ο νέος αυτός ορισμός αποτύγχανε να αναγνωρίσει τη διάγνωση του ΜΣ στο 45% των ανδρών και το 17% των γυναικών που είχαν ΜΣ σύμφωνα με τα κριτήρια του NCEP. Συνεπώς, διαφαίνεται η πιθανότητα, ο νέος αυτός ορισμός, ακόμη και αν υιοθετηθεί και από τους άλλους σχετιζόμενους με το θέμα οργανισμούς (κυρίως NCEP και WHO), να προκαλέσει περισσότερη σύγχυση από όση προσπαθεί να αποφύγει. Πάντως, σχεδόν συγχρόνως με τον νέο ορισμό της IDF, δημοσιεύτηκε από τους American Heart Association και National Heart, Lung, and Blood Institute ένα κείμενο που προτείνει-αποδέχεται την αναθεώρηση του ορισμού μόνο για το κριτήριο της υπεργλυκαιμίας. Παράλληλα, μέσα στο 2006 υπήρξαν αρκετές φωνές που στάθηκαν με κριτική διάθεση στο νέο ορισμό του ΜΣ.
Kostis Tsarpalis