Δεν υπάρχει τομέας στην Σύγχρονη Καρδιολογία που να είναι τόσο παρεξηγημένος όσο αυτός της Προληπτικής Καρδιολογίας. Η παρεξήγηση αυτή έχει πολλαπλές εκφάνσεις καθώς αφορά συγχρόνως στα εξής:
- Πόσο μπορεί να βοηθήσει η πρόληψη στην Καρδιολογία;
- Πώς μπορεί να εφαρμοστεί η πρόληψη για να απολαύσουμε τα μέγιστα οφέλη;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα σχετίζεται άμεσα με το δεύτερο, καθώς το αναμενόμενο όφελος στην υγεία μας από τον τρόπο ζωής μας σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Έτσι, πολύ αδρά, μπορούμε να πούμε ότι από επιδημιολογικές μελέτες, όπως ενδεικτικά την μελέτη EPIC (1), γνωρίζουμε ότι περίπου το 90% της εμφάνισης διαβήτη και το 80% στεφανιαίας νόσου (χρησιμοποιώντας το έμφραγμα του μυοκαρδίου ως proxy, δηλ. ως πιο εύκολα και αξιόπιστα μετρήσιμο δείκτη της στεφανιαίας νόσου) μπορεί να αποτραπεί εάν κάποιος υιοθετήσει τέσσερεις απλές προστατευτικές επιλογές όπως η υγιεινή διατροφή, η άσκηση, η αποφυγή της παχυσαρκίας, και η αποφυγή του καπνίσματος.
Άρα, επί της ουσίας, θεωρητικά γνωρίζουμε ότι βελτιώνοντας τρία χαρακτηριστικά (το φυσιολογικό βάρος ακολουθεί από την διατροφή και την άσκηση) του τρόπου ζωής μας μπορούμε να βελτιώσουμε την υγεία μας περισσότερο από οποιαδήποτε γνωστή φαρμακευτική ή άλλη ιατρική παρέμβαση.
Εάν τώρα προσπαθήσουμε να ασχοληθούμε πιο λεπτομερώς με το δεύτερο ερώτημα, δηλ. ποιες είναι εκείνες οι επιλογές που θα μας ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου (πρωτογενής πρόληψη) ή για επιπλοκές από την στεφανιαία νόσο εάν ήδη έχει αναπτυχθεί (δευτερογενής πρόληψη), τότε θα δούμε ότι βασικά όλες είναι απλές, γνωστές, και μη αμφιλεγόμενες εκτός από αυτήν της διατροφής. Έτσι, χωρίς δυσκολία λέμε ότι το κάπνισμα κάνει κακό και έχουμε ιατρεία διακοπής καπνίσματος στελεχωμένα με πνευμονολόγους, ψυχολόγους/ψυχιάτρους, νοσηλευτές κ.ά., όπου στο άτομο προσφέρεται η κατάλληλη υποστήριξη για την διακοπή του καπνίσματος. Επικουρικά (αν και για πολλούς θεωρείται κακή μακροπρόσθεσμη πρακτική, όπως για τον Joel Spitzer) συνταγογραφούνται και φάρμακα που μπορούν να βοηθούν στην επίτευξη του στόχου. Αντίστοιχα, στο πεδίο της άσκησης είναι γνωστό, και πάλι μη αμφιλεγόμενο, ότι η ελαφρά άσκηση ακόμη και μόνο 15 λεπτά τρεις φορές την εβδομάδα μειώνει τον καρδιοαγγειακό κίνδυνο και ότι το όφελος αυξάνεται όσο η διάρκεια, η συχνότητα, και σε κάποιον βαθμό και η ένταση της άσκησης αυξάνονται.
Η παρεξήγηση γίνεται εμφανής όταν κανείς καταπιαστεί με το θέμα της διατροφής. Το πεδίο αυτό είναι τόσο πολύπλοκο, τόσο ατελώς/κακώς μελετημένο, και τόσο ευαίσθητο καθώς σχετίζεται με χαρακτηριστικά της Ιστορίας, της παράδοσης, ακόμη και της θρησκείας ατόμων, πληθυσμών, λαών, που συνήθως δεν το αγγίζουμε εμείς οι ιατροί. Κι αυτό είτε γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι δεν το γνωρίζουμε, είτε γιατί θεωρούμε ότι οι όποιες διατροφικές βελτιώσεις θα έχουν οριακό/μικρό όφελος στην υγεία, είτε τέλος γιατί θεωρούμε ότι ο ασθενής δεν πρόκειται να προβεί στις αναγκαίες αλλαγές. Το αποτέλεσμα είναι η διατροφή να είναι ξένο σώμα από την Καρδιολογία και την Ιατρική συνολικότερα με επιβλαβείς συνέπειες τόσο στους ασθενείς μας όσο και στον γενικότερο πληθυσμό.
Υπάρχουν πολλές μελέτες παρέμβασης σχετικές με την διατροφή και τον Καρδιακό κίνδυνο. Η πλειονότητα αυτών σχετίζεται με το αποτέλεσμα μεμονωμένων τροφίμων σε μορφή συμπληρωμάτων, δηλ. σε μορφή φαρμάκου (με συγκεκριμένες δόσεις, συχνότητα κ.λπ.), με αρνητικά σε γενικές γραμμές αποτελέσματα. Λιγότερες είναι οι μελέτες που έχουν μελετήσει συνολικά διατροφικά πρότυπα (dietary patterns) καθώς αυτά συνήθως αποτελούν στόχο των πληθυσμιακών/επιδημιολογικών μελετών (οι οποίες όμως έχουν μικρότερη αποδεικτική ισχύ). Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε όμως ότι δεν ξέρουμε και τίποτα.
Πράγματι, υπάρχουν εδώ και περίπου 25 χρόνια γνωστές μελέτες διατροφικής παρέμβασης που έχουν δείξει ότι μια διατροφή με πλήρεις τροφές (whole foods, δηλ. με την μικρότερη επεξεργασία), φυτοφαγική (χωρίς ζωικά προιόντα), και χαμηλή σε λιπαρά (χωρίς πρόσθετα λίπη) είναι απρόσμενα εντυπωσιακά επιτυχημένη στην μείωση των καρδιακών επεισοδίων και μάλιστα σε άτομα με ήδη εγκατεστημένη στεφανιαία νόσο (2-4). Έτσι, μελέτες όπως του Dean Ornish (Lifestyle Heart Trial, 2,3) και του Caldwell Esselstyn (4) μας έδειξαν ότι η διατροφική παρέμβαση μπορεί να αποτελέσει την βάση της αντιμετώπισης της στεφανιαίας νόσου, με επικουρική την χρήση των φαρμάκων/παρεμβάσεων όπου αυτή είναι χρήσιμη. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις φάνηκε ότι αυτή η διατροφή μπορεί να οδηγήσει και σε υποστροφή των αθηρωματικών πλακών, κάτι που μέχρι πρόσφατα ήταν αντίθετο με την επικρατούσα θεωρία για την φυσική ιστορία της νόσου. Μόλις τον Ιούλιο του 2014 μάλιστα ο Esselstyn δημοσίευσε μία νέα του ερευνητική προσπάθεια (5) σε 198 άτομα με καρδιαγγειακή νόσο όπου τα αποτελέσματα ήταν για άλλη μία φορά εντυπωσιακά, τόσο για τον βαθμό συμμόρφωσης με την προτεινόμενη διατροφή, όσο βέβαια και για τα τελικά αποτελέσματα αυτής της παρέμβασης.
Συνεπώς έχουμε αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι η διατροφή μπορεί να αποτελεί βασική θεραπεία τόσο στην πρωτογενή όσο και στην δευτερογενή Καρδιακή πρόληψη. Εάν θελήσει κανείς μπορεί να το εκφράσει και αντίστροφα, δηλ. η σύγχρονη, δυτική (αμερικανική κατά βάση) διατροφή είναι σε μεγάλο βαθμό η παθογενετική αιτία της αθηροσκλήρυνσης. Αυτή η συνειδητοποίηση βέβαια έχει πρακτικές προεκτάσεις σε πάρα πολλά πεδία της ζωής, πέραν της Ιατρικής, όπως στην οικονομία, στο περιβάλλον, στην κλιματική αλλαγή, στο εκπαιδευτικό μας σύστημα μεταξύ άλλων, τα οποία όμως δεν θα αναλυθούν εδώ προς το παρόν, αν και δείχνουν την αλληλεπίδραση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.
Το επιμύθιο είναι ότι αν και έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε σε σχέση με την Καρδιακή πρόληψη, αυτά που ξέρουμε ήδη δεν είναι λίγα, δεν είναι ανούσια, και δεν χρειάζονται χρονοβόρες επενδύσεις για την εφαρμογή τους. Αν σκεφθούμε ότι η στεφανιαία νόσος είναι η πρώτη αιτία θανάτου στην κοινωνία μας και ότι πολλοί ασθενείς είναι διατεθειμένοι να κάνουν όποια αλλαγή μπορεί να τους βοηθήσει για να βελτιώσουν την ποιότητα και το προσδόκιμο ζωής τους, δεν υπάρχει δικαιολογία γιατί να πρέπει να καθυστερήσουμε την εφαρμογή της ιατρικά κατευθυνόμενης διατροφικής παρέμβασης μέχρι να έχουμε πιο πολλά στοιχεία.
Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν είναι με κανέναν τρόπο αντίθετο με την τρέχουσα αντιμετώπιση που στηρίζεται κυρίως στην χρήση φαρμάκων και παρεμβάσεων, απλά εντατικοποιεί αυτό που ονομάζουμε συντηρητική αντιμετώπιση, δηλ. τις παρεμβάσεις που στηρίζονται σε επιλογές τρόπου ζωής των ασθενών. Εάν πραγματικά επιθυμούμε το καλύτερο για τους ασθενείς μας, τους συγγενείς μας, και τους εαυτούς μας, τότε όπως εντατικοποιούμε την φαρμακευτική και παρεμβατική αγωγή για την βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων στην υγεία, έτσι αντίστοιχα πρέπει να εντατικοποιήσουμε και την συντηρητική θεραπεία (διατροφή, άσκηση, διακοπή καπνίσματος κ.λπ.).
Μόνο τότε θα είμαστε συνεπείς στο motto της σύγχρονης Ιατρικής ότι υπηρετεί το καλύτερο συμφέρον του ασθενούς (serves the patient’s best interests) και μόνο τότε παρεξηγημένοι και κακώς χρησιμοποιημένοι όροι όπως “ολιστική” Ιατρική θα μπορέσουν να αποκτήσουν ένα χρήσιμο, κατανοητό νόημα. Ολιστική Καρδιολογία λοιπόν σημαίνει να προσπαθείς να πάρεις το μέγιστο όφελος για τον ασθενή από όλες τις εναλλακτικές επιλογές αντιμετώπισης, ξεκινώντας ιεραρχικά από την συντηρητική αντιμέτωπιση και προχωρώντας σταδιακά και επί ενδείξεων στο επόμενο μέρος του οπλοστασίου μας, δηλ. τα φάρμακα, πριν καταλήξει κανείς στις παρεμβάσεις (αν χρειαστεί και αν υπάρχουν διαθέσιμες).
references:
1 Comment